επιταχύνομαι

επιταχύνομαι
επιταχύνομαι, επιταχύνθηκα βλ. πίν. 49

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκαταταχώ — έω, Α 1. (το παθ.) προκαταταχοῡμαι, έομαι (κυρίως για πλοία) επιταχύνομαι, φέρομαι με ταχύτητα πριν από κάτι άλλο («προκαταχούμενα ὑπὸ τοῡ ρεύματος», Γέμιν.) 2. φθάνω κάπου γρήγορα πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταχῶ «επιταχύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”